- μεσόκουρος
- μεσόκουροςshaven in the middlemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσόκουρος — μεσόκουρος, ον (Α) αυτός που έχει κουρεμένο το μέσο τού κεφαλιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί κουρος, ημί κουρος] … Dictionary of Greek
μεσόκουρον — μεσόκουρος shaven in the middle masc/fem acc sg μεσόκουρος shaven in the middle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MESOCUROS — Graece Μεσόκουρος, una ex personis Veterum tragicis. Inter has enim cum mulierum essent personae undecim, una famularum dicta μεσόκουρος est, quod in medio rasa esset. Ei frontis summitas tumore castigatô, candor subpallidus, mediocris canities.… … Hofmann J. Lexicon universale
MULIER, a MOLLITIE — Isidoro l. 12. c. 2. unde mollior turba, apud Stat. Theb. l. 6. c. 131. cinxêre Lycurgum Lernaei Proceres, genitricem mollior ambit Turba Muliebris sexus exponitur veteri Scholiastae. Vide Varronem, laudatum Lactantio de Opificio Dei c. 12. Cum… … Hofmann J. Lexicon universale
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek